- πιμέντα
- (pimenta). Φυτό της οικογένειας των Μυρτιδών. Αριθμεί πέντε είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Είναι δέντρο με φύλλα μεγάλα μυρωδάτα, άνθη μικρά, λευκά πολυάριθμα κατά βότρεις. Ο καρπός είναι δρύπη με 1-2 σπέρματα. Είναι φυτά χρήσιμα για τις αρωματικές και φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Από τα πιο αξιόλογα είδη είναι η π. η άκρις, γνωστή ως αγριοκανέλλα. Ευδοκιμεί στην Kεντρική Αμερική και στις Αντίλες. Είναι δέντρο, που φτάνει τα 10 μ. ύψος. Έχει μεγάλα φύλλα, αντίθετα και αρωματικά, άνθη μικρά λευκά και καρπό ρόγα σφαιρική στο μέγεθος μπιζελιού, με πολύ έντονο άρωμα. Ο καρπός αυτός ξεραίνεται και χρησιμοποιείται ως καρύκευμα. Με απόσταξη παράγεται από τον καρπό αιθέριο έλαιο, που χρησιμοποιείται ως μυρωδικό. Τα ξερά φύλλα και ο φλοιός χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική. Πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπορά.
* * *η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης μυρτώδη, δέντρο ιθαγενές τών δυτικών Ινδιών και τής Κεντρικής Αμερικής, οι καρποί τού οποίου χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pimenta < πορτογαλ. pimenta «πιπέρι» < νεολατ. pigmenta, πληθ. τού pigmentum «χρώμα, βαφή, φάρμακο»].
Dictionary of Greek. 2013.